διδασκαλείο — το σχολείο επιμόρφωσης δασκάλων και καθηγητών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αμαριώτου, Μαρία — (Καστέλι Φουρνής Λασιθίου Κρήτης 1898 – ;). Εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία (Διδασκαλείο Ηρακλείου) και μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία. Σταδιοδρόμησε ως εκπαιδευτικός σύμβουλος στο υπουργείο Παιδείας. Παράλληλα,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Μάνος, Δημήτριος — (Χάλκη Πριγκιποννήσων Κωνσταντινούπολης 1914 –). Εκπαιδευτικός και λογοτέχνης. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή Χάλκης και στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Δίδαξε επί μία εικοσαετία (1935 55) σε ανώτερα σχολεία της Κωνσταντινούπολης… … Dictionary of Greek
Σωτηρίου, Κώστας — Παιδαγωγός. (Μαρκόπουλο Αττικής 1889 Αθήνα 1965). Σπούδασε αρχικά στο Διδασκαλείο στην Αθήνα και έπειτα παιδαγωγικά στην Ευρώπη. Από το 1923 ως το 1926 υπηρέτησε ως διευθυντής δημοτικής εκπαίδευσης στο υπουργείο Παιδείας, έπειτα ως διευθυντής στο … Dictionary of Greek
αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… … Dictionary of Greek
δάσκαλος — και διδάσκαλος, ο (θηλ. δασκάλα και δασκάλισσα και διδασκάλισσα, η) (AM διδάσκαλος, ο, η) 1. όποιος έχει ως επάγγελμα να διδάσκει άλλους, κυρίως τις πρώτες, απαραίτητες γνώσεις 2. αυτός που διδάσκει και προκαλεί αλλαγές («ο πόλεμος... βίαιος… … Dictionary of Greek
διδασκαλιστής — ο 1. αυτός που φοιτά σε διδασκαλείο, που σπουδάζει για να γίνει δάσκαλος 2. ο απόφοιτος διδασκαλείου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1846 στον Ι. Δραΐκη] … Dictionary of Greek
λογείο(ν) — το (AM λογεῑον) [λογεύς] το μπροστινό μέρος τής σκηνής τού αρχαίου θεάτρου, όπου μιλούσαν οι ηθοποιοί τής τραγωδίας και τής κωμωδίας («πολλὴν ἀπὸ τοῡ λογείου καὶ τῆς σκηνῆς ἀδοξίαν αὐτοῡ κατεσκέδασαν», Πλούτ.) μσν. διδασκαλείο αρχ. 1. (γενικά)… … Dictionary of Greek
νηπιαγωγείο — Ειδικό εκπαιδευτήριο, στο oποίο ασκείται η αγωγή των νηπίων. Η φοίτηση στο ν. αρχίζει συνήθως από το τρίτο έτος της ηλικίας και τελειώνει όταν το παιδί φτάσει στην καθορισμένη για το δημοτικό σχολείο ηλικία. Το ν. αποτελεί σημαντικό σταθμό της… … Dictionary of Greek